υστίς

υστίς
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὑδρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὑστιακόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδρίς — ίδος, ἡ, Α [ὕδωρ] (κατά τον Ησύχ.) είδος ποτηριού, ὑστίς* 2. δεξαμενή νερού …   Dictionary of Greek

  • υστιακόν — τὸ, Α είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑστιακόν και οι παρλλ. τ. ύστιακκός και ὑστὶς είναι όροι άγνωστης ετυμολ. οι οποίοι ανήκουν πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”